έξω

έξω
1. πρόθ. I με γεν.
1) вне, за пределами (чего-л.);

έξω της οικίας — вне дома;

2) перен. сверх, выше (чего-л.);

αυτό είναι έξω των δυνατοτήτων μου — это выше моих возможностей;

II με αιτιατ. :

έξω από

1) — вне, за пределами (чего-л.);

έξω από το σπίτι — вне дома;

2) кроме, за исключением;

έξω από λίγα αυγά δεν εμεινε τίποτε άλλο — ничего не осталось, кроме нескольких яиц;

3) подольше от (кого-чего-л.);

έξω από μας ( — или από λόγου μας) — подальше бы от нас;

§ έξω τόπου και χρόνου — вне времени и пространства;

έξω πάσης λογικής — против всякой логики;

γίνομαι ( — или είμαι) έξω φρενών ( — или εμαυτού) — выходить из себя, быть вне себя от злости;

είμαι έξω από κάθε υπόνοια — быть вне всякого подозрения;

τα λέω έξω από τα δόντια — говорить всё в лицо, напрямик, высказывать всё в глаза;

αυτό πιά είναι έξω από τα όρια — это уж сверх (всякой) меры; — это уж чересчур;

2. επίρρ.
1) вовне, наружу;

κυττάζω έξω — смотреть наружу (на улицу и т. п.);

πάμε έξω — выйдем во двор, пошли на улицу;

σκύβω έξω — высунуться наружу;

2) снаружи, вне помещения; на улице;

όλη τη νύχτα μείναμε έξω — всю ночь мы были на у'лице;

μένω στο βαπόρι, δεν βγαίνω έξω — оставаться на пароходе, не сходить на берег;

3) за границей;

σπουδάζω έξω — учиться за границей;

τα λεμόνια τα στέλνουν έξω — лимоны отправляют за границу;

4):

από έξω — а) с наружной стороны, снаружи;

βάφω το σπίτι απ' έξω — покрасить дом снаружи; — б) наизусть, на память;

μαθαίνω ( — или ξέρω) κάτι απ' έξω — выучить (или знать) что-л, наизусть; — в):

απ' έξω -άπ'έξω — а) стороной; — б) незаметно, намёками;

του τώφερε απ'έξω-απ'έξω — он ловко дал ему понять;

§ έξω - έξω на самом краю;

έξω! вон!;

έξω από δω! — вон отсюда!;

έξω φτώχεια! — с бедностью покончено!;

έξω νού! — выбрось всё из головы!; — плюнь (ты) на всё (разг );

βγάζω κάποιον έξω — прогонять, выгонять кого-л.;

ρίχνω έξω (τη βάρκα, το πλοίο) — сажать на мель (лодку, ко-

робль);

τό ρίχνω έξω — пуститься в разгул;

γυρίζω τα μέσα έξω — выворачивать наизнанку;

μιά κι' έξω — разом;

πέφτω έξω — а) прям. , перен. садиться на мель; — б) ошибиться, просчитаться;

απ' έξω κούκλα και μέσα πανούκλα — погов, сверху шёлк, а в брюхе щёлк;

3. (τό ) внешний вид, наружная сторона (чего-л.);

§ είμαι στα μέσα και στα έξω — быть важной фигурой;

τό έξω τ' αυγού και το μέσα τής ελιάς — погов. т тебе боже, что мне не тоже;

4. επίθ, άκλ.
1) прям. , перен. внешний;

η έξω γωνία — внешний угол;

τα έξω πράγματα ( — или η έξω κατάσταση) — внешнеполитическая ситуация;

2) живущий за рубежом, вне страны;

ο έξω ελληνισμός — греки, живущие вне Греции


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Полезное


Смотреть что такое "έξω" в других словарях:

  • έξω — και όξω επίρρ. τοπ. και πρόθ., εκτός (αντίθ. εντός, μέσα). 1. με την πρόθ. από + αιτ. (ή + επίρρ.) σημαίνει, α. όχι μέσα σε κάτι: Συναντήθηκαν έξω από το σπίτι μου. – Έξω από τα όρια. β. εξαίρεση (πλην, εξόν, χώρια, ξέχωρα, εκτός, παρεκτός): Έξω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔξω — out indeclform (adverb) ἔσσομαι sum. aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε …   Dictionary of Greek

  • έξω φρενών — περίφραση με σημασία επιθ. 1. (για πρόσωπα), που είναι έξω από τις φρένες του, έξω από τον εαυτό του, έξω από τη λογική, έξαλλος: Όταν τα άκουσε έγινε έξω φρενών. 2. (για πράγματα), εξωφρενικός, παράλογος, άνω ποταμών: Αυτά πουλες τώρα είναι έξω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἕξω — ἔχω check fut ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Έξω Boυνί — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 26 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα της Άνδρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορθίου του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Έξω Απίδι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 19 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, ΒΑ του όρμου Μακρυγιαλός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης …   Dictionary of Greek

  • Έξω Γωνιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 331 κάτ.) της Σαντορίνης. Βρίσκεται 9 χλμ. Ν του οικισμού της Θήρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Έξω Διδύμα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 76 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού, στα Μαστιχοχώρια. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου …   Dictionary of Greek

  • Έξω Λακκώνια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 144 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται 7 χλμ. ΒΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου …   Dictionary of Greek

  • Έξω Μάνη — Τμήμα της Μάνης από τον Αλμυρό μέχρι το Οίτυλο. Λέγεται και Δυτική Μάνη και Αποσκιαδερή. Η υπόλοιπη Μάνη, η Ανατολική, αποτελεί τμήμα της πρώην επαρχίας Γυθείου. Η περιοχή Οιτύλου, Αρεόπολης, Πύργου Διρού έως τον όρμο Βαθύ ονομάζεται και Μέσα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»